Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χωρίς ανάσα

  • 1 передышка

    передышка ж η ανάπαυλα* без \передышкаи χωρίς ανάσα
    * * *
    ж
    η ανάπαυλα

    без переды́шкаи — χωρίς ανάσα

    Русско-греческий словарь > передышка

  • 2 передышка

    передышк||а
    ж ἡ διακοπή, ἡ ἀνάσα, ἡ ἀνάπαυλα:
    давать \передышкау δίνω ἀνάπαυλα· без \передышкаи χωρίς ἀνάσα, χωρίς ἀνάπαυλα

    Русско-новогреческий словарь > передышка

  • 3 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 4 переводить

    -вожу, -водишь
    ρ.δ.
    βλ. перевести.
    εκφρ.
    не -ди дыхания – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, με μια ανάσα.
    βλ. перевестись.
    -вожу, -водишь
    ρ.σ.μ. οδηγώ, περιάγω (να επισκεφτούν).

    Большой русско-греческий словарь > переводить

См. также в других словарях:

  • απνευστί — (Α ἀπνευστί) επίρρ. με μιαν ανάσα, μονορούφι αρχ. χωρίς πνοή, χωρίς ανάσα …   Dictionary of Greek

  • μονορούφι — επίρρ. τροπ. 1. μονομιάς, με μια κίνηση, χωρίς ανάσα: Ήπιε μονορούφι ένα μπουκάλι νερό. 2. μτφ., συνεχώς, χωρίς διακοπή: Διάβασα την Οδύσσεια μονορούφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκούρασμα — το, ατος ανάπαυση, ανάπαυλα, ανακούφιση: Δουλεύει χωρίς ανάσα και χωρίς ξεκούρασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάπνευστος — η, ο (Α ἀδιάπνευστος, ον) 1. αυτός που έχει έλλειψη διαπνοής, εξαερισμού 2. αυτός που δεν επιτρέπει τη διαπνοή, την εξάτμιση αρχ. 1. αυτός που δεν εξατμίζεται 2. ο χωρίς ανάσα, αδιάκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπνέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπνευστῶ] …   Dictionary of Greek

  • Γκιρ, Ρίτσαρντ — (Richard Gere, Φιλαδέλφεια 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε φιλοσοφία και υποκριτική στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και ξεκίνησε την καριέρα του στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ, με το Γκριζ και άλλα έργα, πριν ασχοληθεί με… …   Dictionary of Greek

  • Μπελμοντό, Ζαν-Πολ — (Jean Paul Belmondo, Γαλλία 1933 –). Γάλλος ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε μουσική στράφηκε μετά στην ηθοποιία, συνδέοντας το όνομα του με μία από τις λαμπρότερες στιγμές του «νέου κύματος» του σινεμά της πατρίδας του …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …   Wikipedia

  • εκμυστίζω — ἐκμυστίζω (Μ) πίνω αμυστί, χωρίς να πάρω ανάσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»